ἐνήχημα

ἐνήχημα
ἐνήχ-ημα, ατος, τό,
A a sound in one's ears, Iamb.VP15.65 codd. [suff] ἐνήχ-ησις, εως, , musical accompaniment of a song, Et.Gud. 576.34.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενήχημα — ἐνήχημα, το (AM) [ενηχώ] μσν. 1. έκφραση, εκδήλωση, απήχημα 2. (θυζ. μουσ.) σύντομη μουσική φράση που ψάλλεται πριν από τον υπό εκτέλεση ύμνο, στο μελωδικό διάγραμμα τού ήχου, στον οποίο ανήκει και στον φθόγγο τής βάσεως του, για να χρησιμεύσει… …   Dictionary of Greek

  • ἐνηχημάτων — ἐνήχημα a sound in neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… …   Wikipedia

  • ενηχίζω — (Μ ἐνηχίζω) 1. γεμίζω κάτι με ήχο, αντηχώ 2. (βυζ. μουσ.) ψάλλω το ενήχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστώτας τού ενηχώ από τους αόριστο και μέλλοντα που συνέπιπταν ακουστικά με τους αντίστοιχους τύπους ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ζωγραφώ >… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”